- εὐαγγελία
- εὐαγγελίᾱ , εὐαγγελίαgood tidingsfem nom/voc/acc dualεὐαγγελίᾱ , εὐαγγελίαgood tidingsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐαγγελίᾳ — εὐαγγελίᾱͅ , εὐαγγελία good tidings fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαγγελία — εὐαγγελία, ἡ (ΑΜ) [ευάγγελος] καλή είδηση, ευχάριστη αγγελία … Dictionary of Greek
εὐαγγέλια — εὐαγγέλιον reward of good tidings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρασκευοπούλου, Ευαγγελία — (Κωνσταντινούπολη 1865 – Αθήνα 1938). Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου. Μεγάλωσε με τις αδελφές της σε ορφανοτροφείο. Ανέβηκε στη σκηνή το 1879, στη Χίο, κι έπειτα στην Πόλη (με το ψευδώνυμο Ξανθοπούλου· το πατρικό της όνομα ήταν Σκορδίλη),… … Dictionary of Greek
εὐαγγελίας — εὐαγγελίᾱς , εὐαγγελία good tidings fem acc pl εὐαγγελίᾱς , εὐαγγελία good tidings fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαγγελίαν — εὐαγγελίᾱν , εὐαγγελία good tidings fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαγγελιῶν — εὐαγγελία good tidings fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαγγελίης — εὐαγγελία good tidings fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… … Православная энциклопедия
ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… … Dictionary of Greek